- ὁρμάστειρα
- ὁρμάστειρα, ἡ, die Antreibende
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ορμάστειρα — ὁρμάστειρα και ὁρμήτειρα, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) αυτή που παρακινεί για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὁρμάστειρα θα πρέπει μάλλον να διορθωθεί σε ὁρμήτειρα (< ὁρμαίνω + επίθημα τειρα)] … Dictionary of Greek
ὁρμάστειρα — one who urges on fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορμήτειρα — ὁρμήτειρα, ἡ (Α) βλ. ορμάστειρα … Dictionary of Greek